μπέισσα

μπέισσα
η
βλ. μπέης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπέης — Τουρκικός τίτλος ευγένειας. Τον απένεμαν σε ανώτερους αξιωματικούς, σε επίσημους ξένους και στα παιδιά των πασάδων. Παλιότερα ο β. ταυτιζόταν με τον υποτελή ηγεμόνα και ο τίτλος δινόταν κυρίως στους χριστιανούς ηγεμόνες, οι οποίοι διορίζονταν από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”